crowned$510577$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

crowned$510577$ - translation to ελληνικό

LARGE SPECIES OF PIGEON FOUND IN NEW GUINEA
Goura scheepmakeri; Southern Crowned-pigeon; Southern Crowned-Pigeon; Southern Crowned Pigeon; Southern crowned-pigeon; Scheepmaker's Crowned-pigeon; Southern crowned pigeon; Scheepmaker's crowned-pigeon; Scheepmaker's Crowned Pigeon
  • Scheepmaker's crowned pigeon pair.

crowned      
adj. εστεμμένος

Ορισμός

Crowned
·p.p. & ·adj Great; excessive; supreme.
II. Crowned ·Impf & ·p.p. of Crown.
III. Crowned ·p.p. & ·adj Having or wearing a crown; surmounted, invested, or adorned, with a crown, wreath, garland, ·etc.; honored; rewarded; completed; consummated; perfected.

Βικιπαίδεια

Scheepmaker's crowned pigeon

Scheepmaker's crowned pigeon (Goura scheepmakeri) is a large, terrestrial pigeon confined to the lowland forests of south eastern New Guinea. It has a bluish-grey plumage with elaborate blue lacy crests, red iris and very deep maroon breast. Both sexes have a similar appearance. It is on average 70 cm (28 in) long and weighs 2,250 grams (5 lbs), making this the second largest living pigeon species behind the Victoria crowned pigeon.